- πινέζα
- η(λ. γαλλ.), πλατυκέφαλο μικρό καρφί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πινέζα — η, Ν μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι και λεπτό και κοντό στέλεχος που χρησιμοποιείται κυρίως για τη στερέωση φύλλων χαρτιού ή πλαστικού πάνω σε σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. punaise «κοριός»] … Dictionary of Greek